- Τιρίβαζος
- Τιρίβαζοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τιρίβαζος — Σατράπης της Αρμενίας κατά την κάθοδο των Μυρίων (401 π.Χ.). Όταν αυτοί πέρασαν τις πηγές του Τίγρη και έφτασαν στη χώρα του, έσπευσε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες αρχηγούς με τον όρο να παίρνουν ελεύθερα από τη χώρα τα τρόφιμα που είχαν… … Dictionary of Greek
Τιριβάζου — Τιρίβαζος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιριβάζῳ — Τιρίβαζος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιρίβαζε — Τιρίβαζος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιρίβαζον — Τιρίβαζος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТИРИБАЗ — • Tiribāzus, Τιρίβαζος или Τηρίβαζος. Перс, преданный царю Артаксерксу, был сначала сатрапом в Армении и советником царя в войне с Киром; в 392 г. назначен был главнокомандующим в Малой Азии (Хеn. Hell. 4, 8, 12), и т. к. он с самого… … Реальный словарь классических древностей